- ἀρχιτέκτονος
- ἀρχιτέκτωνchief-artificermasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παραρτίδιον — τὸ, Α οικοδομική εγκατάσταση («τοῡ ἀρχιτέκτονος ἐπιθεωροῡντος περὶ τοῡ αὐλυδρίου τὸ παραρτίδιον») … Dictionary of Greek
Μουσείο Παλαιάς Λατομικής Τέχνης, Υπαίθριο — Το πρώτο στην Eλλάδα, και από τα ελάχιστα του είδους του στον κόσμο, μουσείο λατομικής τέχνης δημιουργήθηκε από το 1994 έως το 1998 στον Διόνυσο Αττικής, σε μια έκταση 135 στρεμμάτων, στη θέση Αλούλα. Aποτελεί ιδιωτική πρωτοβουλία της… … Dictionary of Greek